Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

Όταν ο Εμπειρίκος περνούσε απέναντι

Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδο εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως.

Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή.


Είταν φανερό πως εκείνο που μού έλειπε, ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφθηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, είταν να μη παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, και εξηκολούθησα να γράφω, με την βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήση. Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό, δε μου άνοιγε τα μάτια.
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων.
Με αυτή την ανακάλυψι και την προσχώρησί μου στο υπερρεαλιστικό κίνημα που επηκολούθησε, έθεσα κατά μέρος, όχι μόνο τις παλαιές μου τεχνοτροπίες, μα και κάθε ψωροφιλότιμο και κάθε κομπορρημοσύνη του είδους εκείνου που συναντά κανείς τόσο συχνά σε ωρισμένους ποιητάς και καλλιτέχνας, που δεν μπορούν να παραδεχθούν τίποτε άλλο στον κόσμο, έξω από τον εαυτό τους, και καμιά άλλη προσφορά ή συμβολή στην ποίησι και στην ζωή, εκτός απ’ ό,τι απορρέει από την στενή τους φιλαυτία και τον αφάνταστό τους ναρκισσισμό.


Το κείμενο είναι απόσπασμα από τ0 "Από τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία" του Ανδρέα Εμπειρίκου και συγκεκριμένα από το AΜΟΥΡ-ΑMOYΡ .
Τυχόν ομοιότητες με πράγματα και καταστάσεις που νοιώσατε περιδιαβαίνοντας το ιστολόγιο, μάλλον δεν είναι τυχαία..

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μηδέν σχόλια; Σε αυτή την υπέροχη εισαγωγή στον υπερρεαλισμό; Που βαδίζει αυτή η χώρα, πόσο εύκολα ξεχάστηκαν -όσα ποτέ δεν μαθεύτηκαν!

Έστω λοιπόν! Σε κόντρα των καιρών, κόψατε δρόμο και ανασύρατε από τα έγκατα των μνημών τη γλαφυρότατη, τη γλαφυρότερη περιγραφή του υπέροχου φαινομένου που λύνει τις κομποδεμένες γλώσσες και εξωθεί το υποσυνείδητο να διεμβολίσει τη Λογική!

Το ξέρατε δε ότι υπήρξαν στην Ιστορία και αντιστασιακά σουρεαλιστικά τοιαύτα;

("Φυλακίσαν μια καράφα, μα αντέχει σαν καμβάς!"
Τώρα είπα μια μπαλάφα, αναστέναξ' ο παπάς...)
Ήταν το '99, και ο πίσω από τα σίδερα αγωνιστής Γ. Μπαλάφας εύρισκε συμπόνια στο πρόσωπο άνετων ψιλομεθυσμένων πνευμάτων, στο μπαρ της οδός Πατησίων!